- καθωπλισμένως
- καθωπλισμένως (Α)επίρρ. όπως οι οπλισμένοι πολεμιστές.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-ωπλισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καθ-οπλίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθωπλισμένως — καθοπλίζω equip perf part mp masc acc pl (doric) καθωπλισμένως like armed warriors indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)